εξακολουθώ — εξακολουθώ, εξακολούθησα βλ. πίν. 73 (και ως απρόσ. εξακολουθεί) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξακολουθώ — εξακολούθησα, μτβ. και αμτβ. 1. κάνω το ίδιο χωρίς διακοπή, συνεχίζω χωρίς να διακόψω. 2. συνεχίζω ύστερα από διακοπή, επαναλαμβάνω: Εξακολούθησε τις σπουδές του μετά τη θητεία του. 3. επιμένω σε κάτι: Αυτή εξακολουθεί το χαβά της. 4. αμτβ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξακολουθῶ — ἐξακολουθέω follow pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξακολουθέω follow pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατελώ — (AM διατελῶ, έω) [διατελής] βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση νεοελλ. 1. (ευγενική κατάληξη επιστολής) («διατελώ μετά τιμής, μεθ υπολήψεως») 2. φρ. «διατελῶ ὑπό τινα» είμαι κάτω από την εξουσία κάποιου αρχ. 1. περατώνω, εκπληρώνω 2. εξακολουθώ να… … Dictionary of Greek
επιμένω — (AM ἐπιμένω) [μένω] μένω σταθερός, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη γνώμη μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῑς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», Πλάτ.) αρχ. μσν. 1. υπομένω, καρτερώ (α. για το Χριστό «σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «ἔμπης … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
οχώ — (Α ὀχῶ, έω, δωρ. τ. ὀγχέω ἡ ὀκχέω) (συν. το μέσ.) ὀχοῡμαι, έομαι μεταφέρομαι με όχημα, επιβαίνω σε άμαξα αρχ. 1. κρατώ κάτι στερεά, υποστηρίζω («ἄγκυρα δ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», Ευρ.) 2. υποφέρω, πάσχω («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», Πίνδ.) 3 … Dictionary of Greek
παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… … Dictionary of Greek
παρεπιμένω — Α [επιμένω] 1. εξακολουθώ να μένω 2. εξακολουθώ να υπάρχω, επιβιώνω … Dictionary of Greek
συμπαραμένω — Α [παραμένω] 1. εξακολουθώ να παραμένω 2. εξακολουθώ να μένω πιστός σε κάποιον 3. διαρκώ όσο και κάποιος άλλος ή κάτι άλλο 4. απομένω («τοῡτο συμπαρέμεινε τοῑς ἐκγόνοις», Θεμίστ.) … Dictionary of Greek